- οικότης
- οἰκότης, ὁ (Α)βλ. οικέτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰκότης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκότα — ἔοικα as perf part act neut nom/voc/acc pl (ionic) ἔοικα as perf part act masc acc sg (ionic) εἰκός like truth perf part act neut nom/voc/acc pl (ionic) εἰκός like truth perf part act masc acc sg (ionic) οἰκότᾱ , οἰκότης masc nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικέτης — οἰκέτης, ὁ, θηλ. οἰκέτις και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και οἰκότης) μσν. μτφ. ο άγιος ως υπηρέτης τής εκκλησίας αρχ. 1. δούλος που έμενε και υπηρετούσε στο σπίτι στο οποίο συχνά είχε γεννηθεί και ανατραφεί 2. (ποιητ. και ως επίθ.) σπιτικός («ἐν θεοῡ… … Dictionary of Greek